ωλενοστρόφος

ωλενοστρόφος
-ον, Α
1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας
2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”